- ιστοριογράφος
- ο , η историограф; историк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιστοριογράφος — ο (ΑΜ ἱστοριογράφος) αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο γράφος, πεζο γράφος] … Dictionary of Greek
ιστοριογράφος, ο — η ο ιστορικός, αυτός που γράφει ιστορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μνησιπτόλεμος — Ιστοριογράφος που έζησε στην αυλή του Αντίοχου του Μεγάλου. Έχει γράψει το έργο Ιστορία … Dictionary of Greek
ἱστοριογράφοις — ἱστοριόγραφος writer of history masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοριογράφου — ἱστοριόγραφος writer of history masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοριογράφους — ἱστοριόγραφος writer of history masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοριογράφων — ἱστοριόγραφος writer of history masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοριογράφῳ — ἱστοριόγραφος writer of history masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
ιστοριογραφώ — ἱστοριογραφῶ, έω (ΑΜ) [ιστοριογράφος] είμαι ιστοριογράφος, συγγράφω ιστορικό έργο … Dictionary of Greek